- παντρολογώ
- παντρολόγησα, παντρολογήθηκα1. συζητώ για γάμο, προξενεύω: Το παιδί είναι μικρό ακόμα, μα οι γονείς του το παντρολογούν.2. μέσ., παντρολογιέμαι και παντρολογιούμαι ζητώ να παντρευτώ, ή με προξενεύουν άλλοι: Χρόνια τώρα παντρολογιέται κι ακόμα δεν μπόρεσε να βρει γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.